- ιδιοσυστασία
- ηιδιοσυγκρασία: Αυτό το άτομο έχει παρανοϊκή ιδιοσυστασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιδιοσυστασία — ἡ (Α ἰδιοσυστασία) [ιδιοσύστατος] ιδιαίτερη, ξεχωριστή σύσταση νεοελλ. το σύνολο τών μορφολογικών, λειτουργικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου που επιτρέπουν τον προσδιορισμό τού τύπου στον οποίο ανήκει … Dictionary of Greek
ἰδιοσυστασίαν — ἰδιοσυστασίᾱν , ἰδιοσυστασία peculiar constitution fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… … Dictionary of Greek
βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… … Dictionary of Greek
θυμικός — ή, ό (Α θυμικός, ή, όν) [θυμός] το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν) το θυμοειδές*, κατά την πλατωνική φιλοσοφία νεοελλ. 1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων τού ατόμου 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
κράση — (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το… … Dictionary of Greek
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek
μορφολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην μορφή ή στην μορφολογία («μορφολογικές διαφορές τών γλωσσών») 2. φρ. «μορφολογικός τύπος» i) ιατρ. η ιδιοσυστασία ii) ανθρωπολ. η μορφή που παίρνει το ανθρώπινο σώμα ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον στο… … Dictionary of Greek
νευροτονία — η ιατρ. νοσηρή ιδιοσυστασία που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ψυχοκινητική διεγερσιμότητα και εκδηλώνεται με ευσυγκινησία, ζωηρότητα τών αντανακλαστικών κ.λπ … Dictionary of Greek
προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με … Dictionary of Greek